- ἐκπηδᾷν
- ἐκπηδάωleap outpres inf actἐκπηδάωleap outpres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκπηδᾶν — ἐκπηδάω leap out pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκπηδάω leap out pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκπηδάω leap out pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐκπηδᾶ̱ν , ἐκπηδάω leap out pres inf act (epic doric) ἐκπηδάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek